- Δέκελος
- Δέκελοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δέκελος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αττικής, επώνυμος του δήμου της Δεκέλειας, που ονομάστηκε έτσι την εποχή του Κλεισθένη. Σύμφωνα με τη μυθολογία, όταν οι Διόσκουροι πήγαν στην Αττική αναζητώντας την αδελφή τους Ελένη, την οποία είχε απαγάγει ο… … Dictionary of Greek
Δεκέλου — Δέκελος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δέκελον — Δέκελος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αφίδναι/-ες — Μία από τις δώδεκα αρχικές πόλεις που ιδρύθηκαν στην Αττική από τον μυθικό βασιλιά Κέκροπα. Κατά την άλλη παράδοση, στις Α. υπάρχει και τύπος Άφιδνα– είχε κρύψει ο Θησέας την Ελένη της Σπάρτης. Την ανακάλυψαν και τη γύρισαν στην πόλη της τα… … Dictionary of Greek